Ερευνητές χωρίς εργασία, επιχειρήσεις χωρίς στελέχη, παραγωγή χωρίς καινοτομία, δημιουργικότητα χωρίς αντίκρισμα. Η ανάλυση των δεικτών μεμονωμένα σε σχέση με την ανάλυση μέσω συσχετίσεων μπορεί να προσφέρει πολύ διαφορετικές οπτικές και συμπεράσματα. Θα πρέπει να κατανοήσουμε πως όλα είναι αλληλένδετα και η κοινή πορεία είναι η μόνη επιλογή για βιωσιμότητα είτε πρόκειται για χώρες, είτε για φορείς, είτε για πολίτες. Η επένδυση στην εκπαίδευση ενός λαού αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο όχι μόνο για την γνωστική μόρφωση των πολιτών αλλά και για την ανάπτυξη μιας συνεργατικής κουλτούρας απαραίτητης για την κοινωνική συνοχή, εμπιστοσύνη και ανάπτυξη.
Από το 2013 έως το 2019 οι δαπάνες για την εκπαίδευση στην Ελλάδα έβαιναν μειούμενες με μια μόνο αύξηση το 2016. Το 2020, ενώ οι δαπάνες αυξήθηκαν φτάνοντας στα επίπεδα του 2013, το 2021 και πάλι μειώθηκαν κατά 0,42 ποσοστιαίες μονάδες από το 2020. Με έτος αναφοράς το 2021, ο Παγκόσμιος Δείκτης Καινοτομίας, κατατάσσει την Ελλάδα στην 68η θέση παγκοσμίως, στις δαπάνες για την εκπαίδευση σε σύγκριση με 133 χώρες, γεγονός που φανερώνει ότι η χώρα δεν επενδύει στον ίδιο βαθμό στην εκπαίδευση, όπως άλλες οικονομίες. Πώς άραγε η Ελλάδα θα δημιουργήσει ένα ανθρώπινο κεφαλαίο ικανό να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της σύγχρονης οικονομίας και της καινοτομίας;
Παρόλη την διαχρονική μειούμενη τάση στις δαπάνες του κράτους για την εκπαίδευση, φαίνεται ότι οι Έλληνες συνεχίζουν να επενδύουν στην εκπαίδευση των παιδιών τους καθώς η Ελλάδα καταλαμβάνει την πρώτη θέση παγκοσμίως (GII, 2024) στον δείκτη εγγραφής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, γεγονός που δείχνει την ισχυρή συμμετοχή του πληθυσμού στην ανώτερη εκπαίδευση και μια κουλτούρα προσανατολισμένη στην παραγωγή επιστημόνων. Πώς διασφαλίζουμε στην Ελλάδα πως οι απόφοιτοι είναι ανταγωνιστικοί διεθνώς;
Με την Ελλάδα στην δεύτερη θέση παγκοσμίως στον δείκτη του προσδόκιμου σχολικής ζωής, οι μαθητές στην Ελλάδα τείνουν να περνούν πολλά χρόνια στο εκπαιδευτικό σύστημα, γεγονός που πιθανότατα αυξάνει το επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων. Είναι πιθανό και όχι σίγουρο καθώς ο χρόνος δεν σημαίνει απαραίτητα και αποτέλεσμα στο επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων, μετά μάλιστα και από τα όχι καλά αποτελέσματα που είδαμε προσφάτως στη PISA. Μήπως τελικά οι μαθητές μας, σπαταλούν χρόνο και προσπάθεια περισσότερη από ό,τι χρειάζεται; H γνώση είναι ουσιαστική ή απλά ογκώδης και μη διαχειρίσιμη; Το σύστημα εκπαίδευσης είναι αποτελεσματικό και ευέλικτο; Και τελικά είναι το επίπεδο ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης ανάλογο της αυξημένης συμμετοχής και της παρατεταμένης διάρκειας φοίτησης;
Σε αυτούς του προβληματισμούς προστίθεται και η καλή κατάταξη της Ελλάδας στην αναλογία μαθητών-δασκάλων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση η οποία δείχνει μικρότερη πυκνότητα μαθητών ανά δάσκαλο, κάτι που θα έπρεπε να υποδηλώνει καλύτερες συνθήκες μάθησης και δυνατότητα για πιο εξατομικευμένη διδασκαλία. Άραγε ο μεγάλος αριθμός των δασκάλων συνεπάγεται και ποιοτικότερη διδασκαλία; Και αν ναι γιατί υπάρχει πάντα θέμα για προσλήψεις και κενά; Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές στη δημόσια εκπαίδευση στην Ελλάδα αναμφίβολα διαθέτουν τυπικά προσόντα που σε άλλες χώρες πολλές φορές δεν κρίνονται απαραίτητα για τη διδασκαλία. Ωστόσο, τελικά τα τυπικά προσόντα αρκούν για να έχει μια χώρα εκπαιδευτικούς που αποδίδουν στο μέγιστο και διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο γνώσεων στους μαθητές;
Αν και η επιστημονική κατάρτιση των Ελλήνωνερευνητών δεν αμφισβητείται εύκολα, καθώς η επιστημονική και τεχνική έρευνα καθώς και ο αριθμός των βιομηχανικών σχεδίων (industrial designs) που κατατίθενται από εγχώριους σχεδιαστές κατατάσσουν την Ελλάδα μεταξύ των 20 πρώτων χωρών, θα πρέπει να δούμε κατά πόσο αυτό τελικά συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας υψηλού επιπέδου καινοτομικής βάσης της χώρας. Τα βιομηχανικά σχέδια είναι σημαντικά για την ανάπτυξη νέων προϊόντων και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας όμως έχουμε παραγωγή καινοτομίας στην Ελλάδα;
Στην υιοθέτηση συστημάτων διαχείρισης ποιότητας και στιςεπενδύσεις σε λογισμικό η χώρα έχει καλές επιδόσεις ωστόσο, φαίνονται αυτά να περιορίζονται σε τυπικές διαδικασίες και να μην ενσωματώνονται πλήρως στις στρατηγικές ανάπτυξης και καινοτομίας των επιχειρήσεων προκειμένου αυτές να επιφέρουν ουσιαστικά οφέλη σε επίπεδο ευρύτερης οικονομικής απόδοσης.
Παρόλη την τυπική επάρκεια η μείωση της γραφειοκρατίας, η διευκόλυνση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση και η ενίσχυση της κουλτούρας επιχειρηματικής καινοτομίας κρίνονται απαραίτητα για να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον και οι πολιτικές της επιχειρηματικής δραστηριότητας οι οποίες συνεχίζουν να υστερούν σημαντικά στην Ελλάδα.
Ακόμα ένα παράδοξο βλέπουμε στον δείκτη ανάπτυξης καινοτόμων επιχειρήσεων στον οποίο η Ελλάδα είναι σε ικανοποιητικά επίπεδα, ωστόσο η βιωσιμότητά τους χρονικά φαίνεται να περιορίζεται. Σε αυτό αν προστεθεί η χαμηλήπρόσβαση σε χρηματοδότηση για νεοφυείς επιχειρήσεις (startups) και αναπτυσσόμενες εταιρείες (scaleups) αλλά και η χαμηλή επένδυση σε κεφάλαιο, συμπεραίνουμε πως η ενσωμάτωση σύγχρονων τεχνολογιών στην οικονομία και η προσέλκυση επενδύσεων προφανώς δυσχεραίνονται. Η θέση της Ελλάδας για την προσέλκυση πολυεθνικών εταιρειών για να επενδύσουνστην Έρευνα και Ανάπτυξη στη χώρα υστερεί αρκετά όπως και στη δημιουργία και ανάπτυξη επιχειρηματικών συστάδων, οικοσυστημάτων δηλαδή σημαντικών για την ενίσχυση της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας.
Η δυσκολία αυτής της συνεργατικής κουλτούρας εκδηλώνεται εμφανώς και στη συνεργασία μεταξύ της βιομηχανίας, ερευνητικών ιδρυμάτων και πανεπιστημίων, η οποία, είτε ή δεν υπάρχει καθόλου είτε είναι προβληματική. Η έλλειψη σύνδεσης μεταξύ ακαδημαϊκής έρευνας και πρακτικής εφαρμογής δυσχεραίνουν την αντίληψη για τις ανάγκες της αγοράς από τους ερευνητές και την ένταξή αυτών στην παραγωγική διαδικασία. Μια διαδικασία που μένει στάσιμη αν λάβουμε υπόψη την περιορισμένη προσφορά επίσημης εκπαίδευσης στις επιχειρήσεις, κάτι που υποδηλώνει ότι η ανάπτυξη των εργαζομένων δεν θεωρείται σημαντική, ή δεν αποτελεί προτεραιότητα ή δεν είναι αρκετά συστηματική για τις επιχειρήσεις.
Το χάσμα αυτό φαίνεται και εντός των επιχειρήσεων καθώς το business με το academics κινούνται παράλληλα κουβαλώντας το καθένα τη δική του κουλτούρα χωρίς να βρίσκουν σημείο επαφής. Τελικά μήπως δεν χρειάζεται επιπλέον προσπάθεια αλλά τρόπος; Μήπως όλα διευκολύνονται και αποδίδουν καλύτερα αν απλώς μάθουμε πώς να χτίζουμε συνεργασίες και γέφυρες;
Πηγή: morningview.gr