Η δυνατότητα που έχουμε να γνωρίζουμε ακριβώς που βρισκόμαστε και που πηγαίνουμε, είτε πρόκειται για έναν απλό προορισμό είτε για τις παγκόσμιες τάσεις και το μέλλον του κόσμου δεν είναι αρκετή αν δεν μπορούμε να αξιοποιήσουμε τη γνώση αυτή προς την ανάπτυξη και την ευημερία. Οι νέες συνθήκες φέρνουν ευκαιρίες αλλά και απειλές. Οποιοσδήποτε μετασχηματισμός, οικονομικός, κοινωνικός ή θεσμικός προϋποθέτει ευελιξία, στοχοπροσήλωση και συνεργασία. Στη περσινή Πυξίδα 2023 αναλύθηκαν εκτενώς οι μεγατάσεις που πρόκειται να επηρεάσουν τον κόσμο τις επόμενες δεκαετίες την ώρα που η παγκοσμιοποίηση «βρίσκεται σε σταυροδρόμι μετά την έναρξη της πανδημίας, τη συνεχιζόμενη κλιματική κρίση και την ανανεωμένη γεωπολιτική αναταραχή…» (The World Economic Forum) .
Οι ρυθμοί ανάπτυξης, η σύγκριση όλων με όλους αναδύει ανισότητες, διχασμό και πόλωση. Έστω λοιπόν ότι ξεκινάμε όλοι ταυτόχρονα, έχουμε ο κάθε ένας διαφορετική αφετηρία και διαφορετικό μονοπάτι να διανύσουμε, ο τερματισμός όμως παραμένει ο ίδιος. Πώς είναι δυνατόν ο αγώνας να είναι δίκαιος; Αν σκεφτούμε μάλιστα πως το τέρμα της διαδρομής ετησίως μετακινείται όλο και πιο μπροστά και η μετακίνηση γίνεται ορατή από όλους, όσο πίσω και αν βρίσκονται.
Η Ελλάδα αν και συνεχίζει ακόμα να υφίσταται τις επιπτώσεις των μνημονίων και της ύφεσης χρειάζεται να πάρει σημαντικές αποφάσεις και να προχωρήσει σε γρήγορες τομές που θα την προετοιμάσουν να εκμεταλλευτεί τη νέα γνώση και τις νέες ευκαιρίες που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν στη χώρα. Από το 2021[1] έως και σήμερα γνωρίζαμε τόσο για τις τεχνολογικές, τις ανθρωπιστικές και τις τάσεις της αγοράς. Η κυρίαρχη τάση αφορούσε τη θεσμική θωράκιση με την αύξηση των κανονισμών και των ελέγχων για την αντιμετώπιση μελλοντικών κινδύνων. Πόσο έχουμε προετοιμαστεί από τότε;
Σε απάντηση των μεγατάσεων, οποιοσδήποτε οικονομικός μετασχηματισμός που μπορεί να φέρει ανάπτυξη καθορίζεται από τις «αγορές του αύριο». «Οι αγορές αποτελούν το υποσύνολο ευρύτερων τεχνολογικών και κοινωνικο-θεσμικών συστημάτων που συνδέονται πιο στενά με τις οικονομικές ανταλλαγές και δραστηριότητες ή, ειδικότερα, με την οικονομική ανταλλαγή συγκεκριμένου αγαθού, υπηρεσίας ή περιουσιακού στοιχείου». Αντιμετωπίζοντας λοιπόν τις αγορές ως τέτοια πολύπλοκα συστήματα, πρέπει να δούμε πιο είναι το κατάλληλο περιβάλλον που θα μπορούσαν να ακμάσουν, και να το φτιάξουμε. Για την ωρίμανση νέων αγορών χρειάζονται επτά βασικές προϋποθέσεις (WEF 2020): εφεύρεση, παραγωγή, ζήτηση, πρότυπα, αξία, κωδικοποίηση, υποδομή.
Παρά το μικρό μέγεθος της ελληνικής οικονομίας, υπάρχει αυξανόμενη δραστηριότητα, ιδιαίτερα στις startups (με περιορισμένη βέβαια βιωσιμότητα) και την τεχνολογία. Ωστόσο, χρειάζεται μεγαλύτερη στήριξη για την ενίσχυση της έρευνας, την υλοποίηση πρωτότυπων προϊόντων σε κλίμακα και της αλληλεπίδρασης της έρευνας και της αγοράς. Η παραγωγική ικανότητα είναι περιορισμένη σε αρκετούς κλάδους λόγω του υψηλού κόστους και της έλλειψης εξειδικευμένων υποδομών και ανθρωπίνου δυναμικού . Η αγοραστική ικανότητα είναι ιδιαιτέρως χαμηλή καθώς η Ελλάδα βρέθηκε στη δεύτερη θέση από το τέλος ανάμεσα στις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επηρεάζοντας αρνητικά την εγχώρια ζήτηση. Η ευθυγράμμιση με τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα βρίσκεται σε πολύ καλό επίπεδο στην Ελλάδα και η κοινωνία δείχνει να αντιλαμβάνεται την αξία για την βιωσιμότητα και την προστιθέμενη αξία των καινοτόμων προϊόντων. Όσο για το νομικό πλαίσιο αν και έχει βελτιωθεί, με σημαντικές προσαρμογές σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας και εμπορικών συναλλαγών ωστόσο η απλούστευση των διαδικασιών παραμένει απαραίτητη, καθώς η γραφειοκρατία και οι χρονοβόρες διαδικασίες συνεχίζουν να αποτελούν εμπόδιο για τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις. Τέλος στις υποδομές η Ελλάδα έχει κάνει πρόοδο στην ψηφιακή υποδομή, ωστόσο, υπολείπονται επενδύσεις στις φυσικές υποδομές και την υποστήριξη των αγορών με προηγμένες τεχνολογίες, όπως οι υποδομές για ηλεκτρικά οχήματα και αποθήκευση ενέργειας.
Η Ελλάδα χρειάζεται στρατηγικές επενδύσεις, βελτίωση της εκπαίδευσης και περαιτέρω μεταρρυθμίσεις, ώστε να είναι πραγματικά έτοιμη να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες του μέλλοντος. Εξάλλου μη λησμονούμε πως η προσέλκυση επενδύσεων προϋποθέτει μια συνολική καλή επίδοση της χώρας υποδοχής που περιλαμβάνει πολλούς τομείς της κοινωνίας και του κράτους οι οποίοι θα πρέπει να λειτουργούν καλά και συνεργατικά μεταξύ τους.
Οι αγορές που καταγράφουν υψηλή ανάπτυξη και δυναμική, απορροφώντας μεγάλο ποσοστό της οικονομικής ανάπτυξης και που ορίζονται ως «oι αρένες της ανταγωνιστικότητας[2]» θα μπορούσαν να αναμορφώσουν την παγκόσμια οικονομία, δημιουργώντας έσοδα 29 έως 48 τρισεκατομμυρίων δολαρίων έως το 2040 (McKinsey Global Institute 2024). Η Ελλάδα πώς θα ενσωματώσει τις 18 πιθανές αρένες του μέλλοντος;
Αν και η οικονομία της Ελλάδας βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο, με μικρότερη αγορά-στόχο και περιορισμένες δυνατότητες κλιμάκωσης σε διεθνές επίπεδο σε σχέση με μεγαλύτερες χώρες, η χαρτογράφηση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων και μοναδικών δυνατοτήτων της, σε συνδυασμό με τις αρένες του αύριο θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία για μια πιο στοχευμένη αναπτυξιακή στρατηγική.
Δρ. Βενετία Κουσία
Εκτελεστική Διευθύντρια CompeteGR