Ο ανθρώπινος παράγοντας καλείται περισσότερο από ποτέ να αναδειχθεί ως ένα δυναμικό εργαλείο που να μπορεί να προσαρμόζεται τόσο γρήγορα και αποτελεσματικά στους ραγδαίους ρυθμούς που κινείται η τεχνολογία.
Σήμερα, σημαντικό μέρος των οργανισμών δεν έχει ξεκάθαρη εικόνα για τις ανάγκες του σε ανθρώπινο δυναμικό παρόλο που οι εργοδότες, κρίνεται επιτακτικό όσο ποτέ,να αφουγκράζονται τόσο τις νέες επιταγές της αγοράς και της κοινωνίας όσο και τις ανάγκες και τις δυνατότητες των ανθρώπων τους. Σε μια αγορά εργασίας που τείνει να αυτοματοποιεί διαδικασίες και να τις εξελίσσει σε όλο και πιο ευέλικτες και φιλικές στον πελάτη γίνεται, το ανθρώπινο δυναμικό θα πρέπει να προσπαθήσει ακόμα περισσότερο για να ενταχθεί όσο πιο ομαλά γίνεται στην νέα κανονικότητα του ψηφιακού κόσμου. Η ανάγκη λοιπόν για συνεχή εκπαίδευση θα είναι από εδώ και στο εξής το νέο στοίχημα κάθε οργανισμού αλλά και της πολιτείας ως σύνολο. Αναμφίβολα, η ανάγκη για επαναπροσδιορισμό των αναγκαίων προσόντων που θα πρέπει να έχει κάποιος, σε συνδυασμό με τις ανάγκες που υπάρχουν, θα πρέπει να απασχολήσει σοβαρά την πολιτεία, καθώς το σημαντικά μεγάλο ποσοστό ανεργίας και ταυτόχρονα οι ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό, ικανό να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις, είτε πρόκειται για μεγάλα ή μεσαία στελέχη είτε για χαμηλότερες θέσεις, είναι μια εξίσωση που παραμένει άλυτη εδώ και πολύ καιρό.
Έως τώρα, οποιαδήποτε προσπάθεια μηχανισμού διάγνωσης αναγκών δε λειτούργησε. Από έρευνα σχετικά με τις προβλεπόμενες θέσεις που σκοπεύουν οι εταιρείες να στελεχώσουν, βλέπουμε πως οι θέσεις αυτές αφορούν με υψηλά ποσοστά την ανάγκη στελέχωσης της παραγωγής (16%) και του management (15%), υποδηλώνοντας τη σημασία της επιχειρηματικής διαχείρισης και της παραγωγικής δραστηριότητας. Οι κλάδοι επίσης των πωλήσεων, του μάρκετινγκ (12%), του IT (13%) της επιστημονικής υποστήριξης (11%) και των λογιστικών/οικονομικών (11%) έχουν μέτρια ανάγκη στελέχωσης ενώ ο τουρισμός και η εστίαση (8%) δείχνει να αποτελεί μικρότερο μέρος της στελέχωσης, πιθανότατα λόγω της επηρεασμένης φύσης τους από παράγοντες όπως οικονομική στασιμότητα ή παγκόσμιες κρίσεις. Τέλος, τελευταίες σε ζήτηση είναι οι θέσεις στους τομείς της διοικητικής υποστήριξης (9%) και των ανθρώπινων πόρων (2%). Αυτό ίσως να υποδηλώνει μεγάλη προσφορά σε αυτούς τους τομείς οι οποίοι φαίνονται πιο εύληπτοι και πιο παραδοσιακοί. Εντυπωσιακό είναι δε, πως οι πωλήσεις δεν αποτελούν την υψηλότερη αναζήτηση.
Φαίνεται, ότι οι ήπιες δεξιότητες (soft skills) είναι ξεκάθαρα τα πιο σημαντικά κριτήρια πρόσληψης στους περισσότερους κλάδους των επιχειρήσεων. Αν κατηγοριοποιήσουμε τις δεξιότητες σε soft, εμπειρίας, digital, τεχνικές και λειτουργικές, προκύπτει πως οι κύριες δεξιότητες που αναζητούνται ανήκουν στην κατηγορία των soft skills, με αυτή της επικοινωνίας να φαίνεται πιο αναγκαία από όλες τις άλλες (78%). Ακολουθούν η ικανότητα να εργάζεται κανείς σε ομάδα, η επίλυση προβλημάτων, η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα. Ακολουθούν οι digital δεξιότητες ως προς τη χρήση H/Y, η εργασιακή εμπειρία και η γνώση του κλάδου του οργανισμού. Οι τεχνικές δεξιότητες και οι λειτουργικές όπως η κατανόηση κειμένου ή αριθμητικές ικανότητες ή αριθμητικός λογισμόςκαι η στατιστική δεν καταγράφουν υψηλή ζήτηση.
Τα παραπάνω αποκαλύπτουν μια επιχειρηματική πραγματικότητα όπου οι ψηφιακές δεξιότητες, η συνεχής εκπαίδευση και η επανεκπαίδευση είναι ουσιαστικές για την προσαρμογή στις σύγχρονες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Η ανάπτυξη αυτών των δεξιοτήτων μπορεί να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των εργαζομένων σε μια εποχή όπου η αγορά εργασίας απαιτεί πολυπλοκότητα και ευελιξία. Δεν αρκούν όμως οι διαπιστώσεις ή οι προσπάθειες για διορθωτικές κινήσεις στη λογική της νεκροψίας, σε μια κατάσταση που υπάρχει, δημιουργεί δυσλειτουργίες στην αγορά και εκτινάσσει την ανεργία.
Εκτός από το υπάρχον ανθρώπινο προσωπικό αναδεικνύεται η ανάγκη για τη δημιουργία ενός πλαισίου δράσης, μια εκπαιδευτική πολιτική η οποία θα αρχίζει από τη διάγνωση, θα προχωρά στην πρόβλεψη των αναγκών που υπάρχουν και θα καταλήγει στην πλήρωση των κενών θέσεων με επιτυχία. Εντός αυτού του σχεδιασμού υπάρχουν παράγοντες που θα πρέπει να δούμε προσεκτικά. Όταν μιλούμε για εκπαίδευση θα πρέπει να εξετάσουμε την ποιότητα αυτής, ποιος εκπαιδεύει, σε τί αντικείμενο, πως αξιολογείται ο εκπαιδευτής, ο εκπαιδευόμενος, η υπηρεσία και ο βαθμός απόδοσης της εκπαίδευσης στην αγορά.Η ύπαρξη ενός αποτελεσματικού μηχανισμού διάγνωσης θα αποτελέσει την προϋπόθεση για να μπορούμε να μιλάμε για τον σχεδιασμό ενός πλάνου εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα που θα μπορεί να ανταποκριθεί στις επιταγές της αγοράς εργασίας.
Η συζήτηση περί της ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης και περί της ενδυνάμωσης ή μη των δημόσιων πανεπιστημίων δεν θα έχει καμιά σημασία αν δεν εστιάσουμε στο είδος της εκπαίδευσης που θα παρέχεται και την ποιότητα αυτής σε συνδυασμό με το τί γνώσεις και δεξιότητες χρειαζόμαστε σήμερα. Σε αυτή τη κατεύθυνση βλέπουμε πως κινείται και η πολιτεία, ενισχύοντας το χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Παιδείας με υφυπουργό που αναλαμβάνει στοχευμένα αρμοδιότητες για την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, την κατάρτιση και τη δια βίου μάθηση.
Η ανάγκη για να υπάρξει σύζευξη της παιδείας με την αγορά εργασίας είναι επιτακτική προκειμένου να έχουμε ικανά στελέχη και ανταγωνιστικά πανεπιστήμια, η αρχή όλων όμως είναι ένας ουσιαστικός διάλογος όλων των φορέων, της εκπαίδευσης, του επιχειρείν, της πολιτικής, των εργαζομένων, με στόχο την παραγωγή συγκεκριμένων και υλοποιήσιμων προτάσεων και αποτελεσμάτων.
Δρ. Βενετία Κουσία
Εκτελεστική Διευθύντρια Compete GR
Πηγή: morningview.gr