Παγκόσμιος Δείκτης Ανταγωνιστικότητας 4.0: Τροφή για Παραγωγική Σκέψη πριν τη νέα Δεκαετία
Ολοκληρώνοντας μία 10ετία οικονομικής ύφεσης και διεθνών μετασχηματισμών διαπιστώνουμε για μια ακόμη φορά ότι η έκθεση που αφορά τον Παγκόσμιο Δείκτη Ανταγωνιστικότητας (ΠΔΑ) απαντά με στοιχεία για την πορεία των 141 χωρών που αξιολογεί.
Η ανάγνωση δεν μας βοηθά απλώς να κατανοήσουμε την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών αλλά κυρίως στο να αντιληφθούμε ότι η ανάπτυξη που δεν καταφέρνει να καταστήσει μιά χώρα ανταγωνιστική δεν ενισχύει ούτε τη δικαιότερη κατανομή των εισοδημάτων ούτε και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Δηλαδή μας επιβεβαιώνει ότι η μεγέθυνση από μόνη της δεν δημιουργεί ίσες ευκαιρίες ούτε υπόσχεται μετάβαση σε πιο φιλικά συστήματα για τον πλανήτη. Η ανάπτυξη χρειάζεται οπωσδήποτε να συνοδεύεται από ένα πλαίσιο με πολιτικές, δράσεις και μεταβλητές, που ονομάζουμε ανταγωνιστικότητα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ισχυρή ηγεσία μαζί με διαμορφωτές πολιτικών που προβλέπουν έχουν την ευχέρεια να δράσουν σε σημεία όπου οι οικονομολόγοι και οι εμπειρογνώμονες της δημόσιας πολιτικής δεν μπορούν να παρέχουν τεκμηρίωση, όπως είχαν συνηθίσει τόσα χρόνια.
Σ’ έναν κόσμο όπου η μόνη σταθερά είναι η ραγδαία αλλαγή η ανταγωνιστικότητα είναι ό,τι πολυτιμότερο: είναι η πυξίδα που θα μας καθοδηγεί προς την αύξηση της παραγωγικότητας, την ανάπτυξη και την εξέλιξη του ανθρωπίνου κεφαλαίου για όσο διαρκεί η 4η Βιομηχανική Επανάσταση.
Ο ΠΔΑ έχει ως αφετηρία τους συντελεστές με τους οποίους η διεθνής βιβλιογραφία αξιολογεί την ανάπτυξη της οικονομίας αλλά παίρνει υπόψη του και πολλούς συντελεστές που δεν μπορούν να εξηγηθούν από τους παραδοσιακούς συντελεστές παραγωγής. Κι έτσι όταν μιλάμε για ανταγωνιστικότητα μιλάμε για Συνολική Παραγωγικότητα των Συντελεστών Παραγωγής (Total Factor Productivity) και αξιολογούμε πόσο αποτελεσματικά χρησιμοποιήσαμε την εργασία και το κεφαλαίο και πόσο καλά τα συνδυάσαμε με την τεχνολογία/καινοτομία/έρευνα που διαθέτουμε για να μας δώσουν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
Οι επιδόσεις της κάθε χώρας βαθμολογούνται στην κλίμακα 0-100 όπου το 100 είναι το ιδανικό σημείο όπου όταν φτάσει κάποια χώρα η συγκεκριμένη μεταβλητή δεν θα αποτελεί πλέον εμπόδιο στην παραγωγικότητά της. Μέχρι σήμερα καμμία χώρα δεν έχει κατορθώσει να φτάσει κοντύτερα από το 85/100 και αυτή είναι η Σιγκαπούρη. Ο παγκόσμιος μέσος όρος βρίσκεται στο 60.7 και η Ελλάδα στο 63.
Αξίζει να τονίσουμε εδώ ότι η ανταγωνιστικότητα είναι ένα «περιβάλλον» όπου όλες οι χώρες μπορούν να συμμετέχουν και να ωφεληθούν. Το σημείο κλειδί σε αυτό το περιβάλλον είναι η βιωσιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης, γιατί μόνον έτσι οι χώρες μπορούν με βεβαιότητα να απομακρυνθούν από τα όρια της φτώχειας και να αναπτύξουν το ανθρώπινο κεφάλαιό τους, που είναι το πραγματικό συγκριτικό πλεονέκτημα των πρωτοπόρων.
Οι 17 στόχοι των Ηνωμένων Εθνών για το 2030 μας καθοδηγούν προς την βιώσιμη ανάπτυξη με τη συμμετοχή όλων έχοντας ως πυξίδα την ανταγωνιστικότητα για λύσεις όπου όλοι κερδίζουν. Πόσο όμως τα καταφέρνουμε; Τα αποτελέσματα μέχρι σήμερα δεν μας αφήνουν πολλά περιθώρια αισοδοξίας.
Η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι «πεπρωμένο» και δεν έχει προκαθορισμένη πορεία. Χρειάζονται προδραστικές ενέργειες και υψηλής ποιότητας ηγεσίες για να αντιμετωπίσει η κάθε κυβέρνηση αποτελεσματικά τα χάσματα και τις βαθειές ελλείψεις που παρουσιάζονται στον Δείκτη Ανταγωνιστικότητας.
Πόσο καλά είμαστε προετοιμασμένοι μετά από μια δεκαετία κρίσης ώστε να προωθήσουμε τα μέτρα που θα τονώσουν την παραγωγικότητα;
Ας παραδεχθούμε ότι η παραγωγικότητα είχε αρχίσει να διολισθαίνει πριν την οικονομική κρίση και ότι απλώς τα πράγματα έγιναν χειρότερα μετά. Η οικονομική κρίση προκάλεσε μια υστέρηση στην παραγωγικότητα και ματαίωσε πολλές από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που είχαν σχεδιαστεί. Κι έτσι η Έκθεση του 2019 αποτυπώνει το μέγεθος του ελλείμματος σε παγκόσμιο επίπεδο κι όχι μόνο Ελληνικό.
Παρόλο που οι εμπειρογνώμονες δεν προβλέπουν μια τόσο σοβαρή κρίση όσο εκείνη του 2008-2009, οι ιδέες για την τόνωση της συνολικής ζήτησης όλο και μειώνονται. Η νομισματική πολιτική έχασε την παλαιά της δυναμική και ορισμένες χώρες μπορεί και να αντιμετωπίσουν πρόβλημα ρευστότητας. Τα γεωπολιτικά θέματα είναι πιο ανησυχητικά από το 2007 κατά τρόπο που φρενάρει τις επενδύσεις αυξάνοντας τον κίνδυνο για απότομες διακυμάνσεις στον εφοδιασμό.
Μήπως γι αυτό ο δείκτης θεωρεί ανταγωνιστικότερη μια οικονομία με λιγότερες εισαγωγές κι όχι με τις περισσότερες εξαγωγές;
Μήπως πρέπει να διαμορφώσουμε πολιτικές, πέρα από τα συνηθισμένα μακρο-οικονομικά κίνητρα, αναζητώντας διαφορετικούς τρόπους αναθέρμανσης της παραγωγικότητας ή αναζητώντας τις επενδύσεις εκείνες που στοχεύουν στη μεγέθυνση μέσα από την υψηλότερη παραγωγικότητα, κι όχι απλώς στην ύπαρξη ρευστότητας;