Η αγορά εργασίας σε όλον τον κόσμο βρίσκεται μπροστά στην κρίση που έχει ήδη προκαλέσει το συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα από την υιοθέτηση των ψηφιακών τεχνολογιών, το οποίο εντάθηκε από τις νέες συνθήκες εργασίας που προέκυψαν κατά την αντιμετώπιση της πανδημίας. Σε όποιο σημείο του πλανήτη κι αν είμαστε, όποια δουλειά κι αν κάνουμε, σε όποιο επίπεδο ιεραρχίας κι αν βρισκόμαστε, οι δουλειές των περισσοτέρων από εμάς αλλάζουν.
Διαβάζοντας την πρόσφατη έκθεση του WEF για το Μέλλον των Θέσεων Εργασίας και τις προβλέψεις της μέχρι το 2025, καταλήγουμε σε ορισμένες διαπιστώσεις και διαμορφώνουμε ορισμένες ερωτήσεις ώστε όσο κι αν αλλάζουν τα πράγματα να μην μας βρίσκουν εντελώς απροετοίμαστους.
Το cloud, τα big data, το ηλεκτρονικό εμπόριο και η ανάγκη για κυβερνοασφάλεια, βάζουν τις εταιρείες τεχνολογίας για τα καλά στη ζωή όλων μας.
Η μεταποίηση αναγκάστηκε να αλλάξει τις περιγραφές θέσεων εργασίας λόγω της επέλασης της αυτοματοποίησης αλλά και λόγω της αναγκαστικής και συνεχιζόμενης κοινωνικής αποστασιοποίησης. Ετσι, αλλάζουν και οι δεξιότητες που αναζητά. Οι εργάτες χαμηλών προσόντων απομακρύνονται και αντικαθίστανται από τεχνικούς με τις σωστές ψηφιακές δεξιότητες. Σύμφωνα με την ίδια Έκθεση το 43% των εργοδοτών θα μειώσουν το εργατικό δυναμικό που απασχολούν, το 41% θα συνεργαστεί περισσότερο με εξειδικευμένους εργολάβους και το 34% θα αυξήσει το ανθρώπινο δυναμικό με εργαζόμενους που θα έχουν τις αναγκαίες ψηφιακές δεξιότητες.
Εως το 2025 οι εταιρείες επαναξιολογούν τον τόπο παραγωγής, τις αλυσίδες αξίας και το μέγεθος του εργατικού δυναμικού τους για λόγους ανεξάρτητους από την τεχνολογία. Το ίδιο κάνουν και οι επενδυτές. Η πανδημία άλλαξε όσα είχε αφήσει «ανεπηρέαστα» η τεχνολογία.
Ο ρυθμός δημιουργίας θέσεων εργασίας επιβραδύνεται παρόλο που οι καινούργιες δουλειές θα είναι περισσότερες από εκείνες που χάνονται. Η Έκθεση προβλέπει ότι ως το 2025 θα χαθούν 85 εκατ. θέσεις εργασίας από το νέο καταμερισμό εργασίας μεταξύ ανθρώπων και μηχανών και παράλληλα θα δημιουργηθούν 97 εκατ. νέες θέσεις που θα έχουν πλέον τρεις συντελεστές = τον άνθρωπο, τις μηχανές και τους αλγόριθμους. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι δεν θα γίνει από τη μια μέρα στην άλλη.
Το χάσμα των δεξιοτήτων παραμένει υψηλό λόγω της συνεχούς αλλαγής των απαιτήσεων των ρόλων. Η ικανότητα κριτικής σκέψης, η ανάλυση και η σύνθεση για την επίλυση ενός προβλήματος, η ικανότητα αυτό-διαχείρισης – δηλ. ενεργητική μάθηση, αντοχή στην πίεση, ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα με ευελιξία παραμένουν να είναι οι κυρίαρχες δεξιότητες. Οι εταιρείες προβλέπουν ότι κατά μέσο όρο ένα 40% των εργαζομένων θα χρειαστούν απόκτηση νέων δεξιοτήτων που θα διαρκέσει μέχρι και 6 μήνες.
Το 84% των εργοδοτών είναι έτοιμοι να ψηφιοποιήσουν τις διαδικασίες τους υιοθετώντας και την εξ αποστάσεως εργασία, η οποία μπορεί να ανέλθει ακόμη και στο 40% του συνολικού ανθρώπινου δυναμικού τους. Αυτό δημιουργεί προβλήματα στη δέσμευση των εργαζομένων και υπάρχει η τάση, τουλάχιστον του 1/3 των εργοδοτών, να εντάξουν προγράμματα που θα ενισχύσουν ψυχολογικά τους εργαζόμενους ώστε να νιώθουν συνδεδεμένοι μεταξύ τους και θα τους δίνουν την αίσθηση του ανήκειν σε μια κοινότητα. Αισθανόμενοι καλύτερα η παραγωγικότητά τους θα ενισχυθεί και κατά συνέπεια θα μπορούν να παράγουν καλύτερης ποιότητας εργασία.
Οι ανισότητες που υπήρχαν οξύνθηκαν λόγω πανδημίας και θα συνεχίσουν να οξύνονται λόγω της συνεχούς εξάπλωσης της τεχνολογίας. Ολες οι ευάλωτες ομάδες του ενεργού πληθυσμού, όπως οι ανειδίκευτοι, οι μακροχρόνια άνεργοι, οι νέο-εισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, οι γυναίκες, οι εργαζόμενοι σε πρόσκαιρες και όχι καλά αμοιβόμενες δουλειές, οι απασχολούμενοι στη μη τυπική αγορά εργασίας χωρίς ασφαλιστική κάλυψη, βρίσκονται σε χειρότερη θέση και επηρρεάστηκαν περισσότερο από την πανδημία απ’ όσο από την προηγούμενη 10ετή κρίση.
Η διαδικτυακή επιμόρφωση και κατάρτιση αναπτύσσεται αλλά με πολύ διαφορετικό ρυθμό για όσους είναι εργαζόμενοι και για όσους είναι άνεργοι. 4πλασιάστηκε ο αριθμός των ατόμων που αναζήτησαν διαδικτυακά εκπαιδευτικές ευκαιρίες με δική τους πρωτοβουλία, 5πλασιάστηκαν οι ευκαιρίες επανακατάρτισης που προσφέρθηκαν από τους εργοδότες, αλλά 9πλασιάστηκαν οι εγγραφές σε προγράμματα που προσφέρθηκαν από κρατικούς φορείς – κυρίως σε ανέργους.
Και τα προγράμματα που παρακολουθούν διαφέρουν: οι εντός αγοράς έδωσαν έμφαση σε προγράμματα ανάπτυξης προσωπικών δεξιοτήτων ενώ οι άνεργοι εστίασαν στην εκμάθηση ψηφιακών δεξιοτήτων.
Στα προγράμματα που προσφερονται από το δημόσιο χρειάζεται και κάτι ακόμη: Μεγαλύτερη προσοχή στη δημιουργία ενός δικτύου ασφαλείας, κατά τη μετάβαση από την ανεργία στην εργασία, ώστε να υπάρχει ενεργή ζήτηση για επανακατάρτιση και να μην χρησιμοποιείται απλώς για βιοποριστικούς βραχυπρόθεσμους σκοπούς.
Είναι πολύ ελπιδοφόρο ότι, μεγάλη πλειοψηφία των εργοδοτών αναγνωρίζει πλέον την αξία της επένδυσης στο ανθρώπινο κεφάλαιο και τα 2/3 προσδοκούν να δουν το όφελος, από αυτήν την επένδυση, μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Η δέσμευση όμως των εργαζομένων υστερεί και δεν επιθυμεί ν’ αξιοποιήσει αυτήν την ευκαιρία με τόση θέρμη. Αυτή η προσπάθεια δεν τελειώνει ποτέ!
Το παράθυρο ευκαιρίας για την επανακατάρτιση όμως μίκρυνε. Υπάρχουν πολλές επαπειλούμενες θέσεις, αλλά εκείνοι που τις κατέχουν μπορεί να μην προλάβουν να επανεκπαιδευτούν όντας εργαζόμενοι. Τι μπορούμε να κάνουμε γι αυτό; Πώς στηρίζουμε τις επιχειρήσεις – ιδιαίτερα τις μικρές – ώστε να στηρίξουν τους εργαζόμενους τους και όχι τις πεπαλαιωμένες αντιλήψεις να στηρίξουν τις θέσεις εργασίας;
Υπάρχουν πλέον εργοδότες οι οποίοι επιθυμούν και προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τουλάχιστον ένα 50% των υπαλλήλων τους, που λόγω αυτοματοποίησης χάνουν τις αρχικές θέσεις τους, με άλλον τρόπο. Δηλαδή, η κύρια στρατηγική «απολύσεις λόγω μείωσης κόστους και αυτοματοποιήσης» δεν είναι πια δεδομένη προτεραιότητα και παρακολουθούμε δείγματα αντικατατάστασής της από προγράμματα αναδιάταξης (redeployment).
Το δημόσιο εντείνει τις προσπάθειες προσέλκυσης σοβαρών επενδυτών. Προς αυτήν την κατεύθυνση χρειάζεται να στοχεύσουν και οι μηχανισμοί πρόβλεψης των δεξιοτήτων, ώστε να μπορούμε να δρούμε και όχι να αντιδρούμε, αξιοποιώντας τον λιγοστό χρόνο που έχουμε λόγω των αλλεπάλληλων αλλαγών, και να μπορούμε να διασυνδέουμε συστηματικά τις πολιτικές επενδύσεων και απασχόλησης για περισσότερη ανταγωνιστικότητα έναντι των άλλων χωρών.
Εμείς ως άτομα θα επιλέξουμε να ακολουθούμε με κομμένη την ανάσα ή θα ενταχθούμε με ευελιξία; Θα πιάσουμε τον ρυθμό των εξελίξεων ξεμαθαίνοντας παλιές συνήθειες που μας κρατούν φοβικά πίσω και μαθαίνοντας να αξιοποιούμε την τεχνολογία θα προχωρήσουμε μπροστά;
Οσο βρισκόμαστε στην Εποχή του Ανθρώπου πάντα ο άνθρωπος θα επιλέγει.
* Η Δρ. Βενετία Κουσία, είναι Γενική Διευθύντρια του Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας
Το άρθρο δημοσιεύτηκε και στα www.capital.gr και www.ethnos.gr