Με δεκάδες χιλιάδες θέσεων εργασίας να έχουν χαθεί στην Ελλάδα (και εκατομμύρια σε παγκόσμιο επίπεδο), με την αυτοματοποίηση να προελαύνει, πολλούς εργαζόμενους να μοχθούν από το σπίτι τους, μιλάμε για μια νέα πραγματικότητα στον κόσμο της εργασίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες δεν μας επιτρέπεται κανένα περιθώριο ολιγωρίας. Οι διαμορφωτές πολιτικής θα πρέπει να πάρουν πολύ δραστικότερα μέτρα σε σχέση με το παρελθόν. Είμαστε όντως διατεθειμένοι να εξαφανίσουμε όλες τις ελαττωματικές και ανεπιτυχείς προτάσεις και να αντιμετωπίσουμε την παρούσα κατάσταση ως μία εξαιρετική ευκαιρία να χτίσουμε μια βιώσιμη οικονομία που να μπορεί να αντέχει τις διάφορες πιέσεις;
Δημογραφικές εξελίξεις
Η εξέλιξη του δημογραφικού είχε ήδη ρίξει έξω όλες τις υποθέσεις για το ασφαλιστικό και είχε ήδη διαφανεί ότι χρειάζεται μια τολμηρή αναθεώρηση.
Οι ανεπτυγμένες οικονομίες – όπως π.χ. η Γερμανία, η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ προσπαθούν χωρίς επιτυχία να βρουν λύσεις για τις επιδράσεις της γήρανσης του πληθυσμού στην οικονομία εδώ και χρόνια. Αλλά επίσης υπάρχουν και αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Κίνα, που πασχίζουν να αντιμετωπίσουν το ίδιο πρόβλημα. Στις αρχές του αιώνα λέγαμε ότι η Κίνα θα έχει γεράσει πριν προλάβει να γίνει πλούσια. Ίσως να είχαμε δίκιο. Στις υπόλοιπες αναπτυσσόμενες έχουμε καθημερινή αύξηση του νεανικού πληθυσμού, με ορισμένες από αυτές όπως η Ινδία, η Ινδονησία και η Νιγηρία να φτάνουν τη δημογραφική τους έξαρση μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες.
Είναι άραγε καθαρό πλεονέκτημα για μια οικονομία να μπαίνουν πολλοί νέοι στην αγορά εργασίας; Μήπως οξύνονται οι ανισότητες όταν οι οικονομίες δεν μπορούν να δημιουργήσουν παραγωγικές δουλειές (με αυξανόμενη παραγωγικότητα και άρα αυξανόμενες αποδοχές);
Μήπως οι νέοι στις χώρες, που δεν μπορούν να δημιουργήσουν παραγωγικές δουλειές, κινδυνεύουν να καταλήξουν στην ανεργία ή σε χαμηλές δουλειές της παραοικονομίας, η οποία ούτε φορολογείται ούτε ελέγχεται;
Ως πρωτοετείς φοιτητές διδαχθήκαμε ότι το πλεόνασμα του εργατικού δυναμικού (χωρίς διέξοδο σε ποιοτικές παραγωγικές δουλειές) πιέζει τις αμοιβές αλλά και τις εργασιακές συνθήκες προς τα κάτω. Πώς όμως θα ενισχύσουμε την μεσαία τάξη να έχει κίνητρα και να αναπτύσσεται αν οι νέοι δεν μπορούν να βρουν δουλειές με αποδοχές σε επίπεδα μεσαίας τάξης;
Σύμφωνα με μελέτη που διεξήγαγε η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO), σε 12.000 ενήλικες νέους σε 112 χώρες, η ύφεση της πανδημίας ξεπέρασε την ύφεση του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Και βέβαια οι νέοι ήταν εκείνοι που επλήγησαν πρώτοι. Το 17% όσων εργαζόντουσαν σταμάτησαν και το 42% έχασε από το εισόδημα του λόγω περικοπής των ωρών εργασίας.
Όσοι στηρίζουν τις φιλοδοξίες τους για μεγέθυνση της οικονομίας τους στους νέους χωρίς να διαμορφώνουν συγκεκριμένες υλοποιήσιμες στρατηγικές για τη δημιουργία παραγωγικών θέσεων εργασίας υψηλής ποιότητας στην αλυσίδα αξίας, μάλλον προετοιμάζονται να απογοητευτούν.
Πρόσω ολοταχώς
Η αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας είχε ήδη ξεκινήσει εξ αιτίας της τεχνολογίας και απλώς η πανδημία επιτάχυνε τον ρυθμό. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ενίσχυσε την αποτελεσματικότητα των εργαζομένων και υποστήριξε την δυνατότητα της εξ αποστάσεως εργασίας. Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι διατάραξε τις ζωές και τον βιοπορισμό των ανθρώπων. Και τα δύο είναι σωστά. Και πάντα θα έχουμε σύγχρονους Λουδίτες να αντιστέκονται στις τεχνολογίες, αλλά εμείς ξέρουμε ότι οι ψηφιακές πλατφόρμες πρόσθεσαν καινούργιες και διαφορετικές δουλειές. Η οικονομική μεγέθυνση και οι τεχνολογικές αλλαγές συνοδεύονται από την «Δημιουργική Καταστροφή» του Σουμπέτερ, γιατί αντικαθιστούν το παλιό με το καινούργιο.
Έχουμε όμως οικονομική μεγέθυνση;
Έχουμε σαφή εικόνα σχετικά με το ποιες δουλειές θα εξαφανιστούν και κυρίως ποιός μπορεί να έχει πρόσβαση στις νέες μορφές απασχόλησης;
Η αντικατάσταση των ανθρώπων από τα αυτοματοποιημένα μηχανήματα ή τους αλγόριθμους υφίσταται σχεδόν παντού, είτε στις οικονομίες όπου το εργατικό δυναμικό αμείβεται σχετικά υψηλά είτε αμείβεται χαμηλά.
Η πανδημία απλώς και πάλι λειτούργησε ως καταλύτης: λόγω της απότομης δυσλειτουργίας των εφοδιαστικών αλυσίδων επιτάχυνε τις αποφάσεις των πολυεθνικών για επαναπατρισμό. Αλλά ακόμη και οι εγκαταστάσεις με υπηρεσίες ενδέχεται να επιστρέψουν.
Κι εδώ οι ερευνητές παρατηρούν ότι ειδικά οι αναπτυσσόμενες οικονομίες θα έρθουν αντιμέτωπες με ένα τριπλό σοκ: την ολοένα και μεγαλύτερη αντικατάσταση των ανθρώπων από τις μηχανές, την απομάκρυνση των πολυεθνικών και την μείωση των εξαγωγών τους λόγω χαμηλής ζήτησης.
Εμείς άραγε θα καταφέρουμε να αξιοποιήσουμε αυτήν την ευκαιρία προσελκύοντας;
Η πανδημία τροφοδότησε και την οικονομία της πλατφόρμας. Από το ηλεκτρονικό εμπόριο ως την gig economy οι καταναλωτές απευθύνονται στο διαδίκτυο από την ασφάλεια των σπιτιών τους. Αυτή η εύκολη πρόσβαση παρουσιάζει νέες ευκαιρίες απασχόλησης αλλά και νέους κινδύνους. Και ο κίνδυνος έγκειται στην υπερπροσφορά νέων με χαμηλά προσόντα, ο οποίος ξεπερνά τη ζήτηση για απλή επεξεργασία δεδομένων, εξυπηρέτηση πελατών και μεταφορά (αγαθών και επιβατών) με διαμοιρασμό.
Η πανδημία επιτάχυνε και την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, αλλά κι εδώ βάθυνε το χάσμα ανάμεσα στους έχοντες και μη έχοντες (Η/Υ, διαδίκτυο ή δεξιότητες), ώστε να μπορούν να αξιοποιήσουν την ψηφιακή οικονομία. Οι έχοντες μπορούν να εξελιχθούν ακόμη και σε ψηφιακούς νομάδες που έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν εργοδότη και χώρα κατοικίας. Άραγε θα προτιμήσουν εμάς;
Αυξανόμενη επισφάλεια
Όπως προκύπτει από τις αναλύσεις έγκυρων οργανισμών η πανδημία έσπρωξε προς την παραοικονομία πολλούς από εκείνους που στο προηγούμενο διάστημα απλώς αγωνίζονταν να επιβιώσουν. Και αυτό είναι κυρίως θέμα συστήματος, που ακολουθούσαμε πριν από την πανδημία (και δεν αναφέρομαι σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή κόμματα). Η παραοικονομία είχε μείνει στάσιμη. Κάποιοι πίστευαν ότι θα μειωνόταν. Αλλά η πανδημία το ανέτρεψε και αυτό. Όταν η ανεργία επιστρέψει στα προ πανδημίας ποσοστά ελπίζουμε ότι δεν θα παρασύρει τους οικονομολόγους να πιστέψουν ότι πρόκειται για ανάκαμψη.
Χάθηκε τεράστιο εισόδημα από την περικοπή των ωρών εργασίας (κατά τον ILO $3.5 τρις τους πρώτους 9 μήνες του 2020). Οι χαμένες θέσεις εργασίας και το πάγωμα των προσλήψεων είναι μια πραγματικότητα, αλλά ο φόβος των εργαζομένων, προκύπτει από έρευνες, που μας ενημερώνουν για την απροθυμία των εταιρειών να χτίσουν πλέον μόνιμες ομάδες εργατικού δυναμικού. Η McKinsey καταλήγει ότι η ευελιξία και η ταχύτητα είναι οι δύο παράγοντες που θα απογειώσουν την μεγέθυνση. Το πρόβλημα όμως δεν είναι στην ευελιξία αυτή καθαυτή. Βρίσκεται στην ενδεχόμενη προτίμηση των εταιρειών για φθηνότερο προσωπικό που παρέχουν οι εταιρείες της πλατφόρμας και οι υπεργολάβοι.
Μία ευέλικτη αγορά εργασίας είναι πολύτιμη όταν οδηγεί σε αποτελεσματικότερη χρήση των πόρων. Αλλά η ευελιξία, που στηρίζεται σε δουλειές χαμηλής παραγωγικότητας, περισσότερο βλάπτει παρά ωφελεί – και τους εργαζόμενους και τις οικονομίες. Η κοινωνική καινοτομία και η εξασφάλιση ότι η ευελιξία δουλεύει με σεβασμό στα δικαιώματα όλων των εργαζομένων όπως και για τους εργοδότες πρέπει να παραμείνει προτεραιότητα. Με συνεχή κοινωνικό διάλογος σε εθνικό και κλαδικό επίπεδο καθώς και συνεργασίες αποτελεσματικών αντιπροσωπευτικών σχημάτων μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα καταφέρουμε να εναρμονίσουμε την ευελιξία των επιχειρήσεων και την ασφάλεια που θέλουν να νοιώθουν οι εργαζόμενοι για να είναι παραγωγικοί.
Προτάσεις
Τι μπορούμε να κάνουμε όσοι εμπλεκόμεθα στην διαμόρφωση πολιτικών ώστε να διαχειριστούμε με επιτυχία αυτές τις τάσεις και να μετριάσουμε τον αρνητικό αντίκτυπο;
ΠΡΩΤΟΝ, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι η ασταμάτητη επιδίωξη της οικονομικής μεγέθυνσης δεν δημιουργεί αυτόματα παραγωγικές δουλειές. Για να δημιουργείται ανάπτυξη με πολλές δουλειές χρειαζόμαστε να προωθήσουμε κλάδους που αφ ενός απασχολούν πολλούς εργαζόμενους αλλά παράλληλα αυξάνουν την ικανότητα για ανάπτυξη, πχ. δημιουργούν υποδομές. Σημαίνει επίσης, ότι επιδιώκουμε επενδύσεις σε τομείς που δημιουργούν συνεχώς παραγωγικές θέσεις εργασίας, οι οποίες βρίσκονται όλο και ψηλότερα στην αλυσίδα αξίας. Δηλαδή από την απλή συναρμολόγηση περνάμε στην παραγωγή ολόκληρου του αγαθού ή από την γεωργία προχωράμε στην μεταποίηση των αγροτικών προϊόντων. Και έτσι η αύξηση των αποδοχών προκύπτει ως αποτέλεσμα της αύξησης της παραγωγικότητας.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ, η ιδέα ότι «η οποιαδήποτε εργασία είναι καλύτερη από την μη εργασία» ανήκει στις μη παραγωγικές ιδέες. Αυτή είναι μία αντίληψη για όσους βρίσκονται στα όρια της φτώχειας αλλά έχει ελάχιστη αξία από την οικονομική πλευρά. Οι δουλειές χαμηλής ποιότητας οξύνουν τις ανισότητες, σπαταλούν το δυναμικό των εργαζομένων και μειώνουν την συνολική ζήτηση. Δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο στην οικονομία. Η αγορά εργασίας πρέπει να διέπεται από ένα σωστό πλαίσιο, ώστε όχι μόνο να μην παρεμποδίζεται η μεγέθυνση των επιχειρήσεων αλλά και να ενθαρρύνεται, αλλά παράλληλα να αναπτύσσονται οι εργαζόμενοι. Η εξέλιξη του εργατικού δυναμικού από την στιγμή του τέλους της τυπικής εκπαίδευσης με συστηματική υποβοήθηση εύρεσης εργασίας μέσα από πρακτική άσκηση, καθώς και ένα πλαίσιο σωστά διαμορφωμένων ελάχιστων αποδοχών με σωστές εισφορές υποστηρίζουν την παραγωγικότητα και την κατανάλωση.
ΤΡΙΤΟΝ, οι κυβερνήσεις οφείλουν να αποδεχτούν ότι η τεχνολογία δεν χαλιναγωγείται, απλώς ρυθμίζεται. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να προτάξουν το δημόσιο συμφέρον επιβάλλοντας διαφάνεια και διαμοιρασμό των δεδομένων μεταξύ των εταιρειών τεχνολογίας κι εκείνων που διαχειρίζονται τις πλατφόρμες. Οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στις πλατφόρμες πρέπει να έχουν την ίδια μεταχείριση με τους υπόλοιπους. Ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας μόνο συντεχνιακά συμφέροντα εξυπηρέτησε και είναι καιρός να αποσυρθεί.
Η πρόσβαση στα δεδομένα από τους διαμορφωτές πολιτικής πρέπει να παρέχεται εύκολα, διότι διευκολύνει τη λήψη σωστότερων αποφάσεων. Επιβάλλοντας το δίκαιο περί ανταγωνισμού η ΕΕ σκέπτεται να αναθεωρήσει την νομοθεσία περί φορολόγησης των επιχειρήσεων, ειδικά εκείνων που καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και συνεχώς αναζητούν νέες περιοχές με σκοπό το φθηνότερο εργατικό κόστος.
ΤΕΤΑΡΤΟΝ, απαιτούνται επενδύσεις στο ανθρώπινο δυναμικό μέσα από την εκπαίδευση και κατάρτιση, ώστε οι νέοι να μπορούν να βρουν δουλειά μειώνοντας δραστικά τη διάρκεια αναζήτησης, η οποία είναι πολλές φορές γεμάτη παγίδες. Η πανδημία άλλαξε τις απαιτούμενες δεξιότητες και εν μέρει άλλαξε και τους τομείς απασχόλησης. Η ταχεία αξιολόγηση επιλεγμένων κλάδων θα βοηθήσει τις επιτελικές αποφάσεις για τις εκπαιδευτικές προτεραιότητες σε σχέση με τις δεξιότητες και την κατάλληλη προετοιμασία του ανθρώπινου δυναμικού.
ΤΕΛΟΣ, η διαρκής εστίαση στην ενδυνάμωση της αποδοτικότητας χωρίς παράλληλη φροντίδα της ενίσχυσης των αντοχών αφήνει τις επιχειρήσεις εξαντλημένες και τις οικονομίες ευάλωτες. Οι δημόσιες επενδύσεις στην υγεία και την εκπαίδευση καθώς και την κοινωνική πρόνοια απέδειξαν περίτρανα την αξία τους καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020. Όταν οι αγελάδες είναι παχιές η προσοχή μας αποσπάται από άλλες προτεραιότητες, αλλά οι διαμορφωτές πολιτικής οφείλουν να μην παρασύρονται, ώστε να έχουν περισσότερο περιθώριο αντίδρασης σε αβέβαιους και χαλεπούς καιρούς όπως τώρα.
Ο κόσμος της εργασίας επαναπροσδιορίζει και πάλι την ταυτότητά του. Με τον ειλικρινή διάλογο ανάμεσα στις αντιπροσωπευτικές δυνάμεις της αγοράς και τις αποτελεσματικές συνεργασίες μεταξύ Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα θα διαμορφωθούν οι πολιτικές απασχόλησης που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες του αύριο. Αυτές οι αντιπροσωπευτικές και πολυσυμμετοχικές δυνάμεις θα πρέπει να αποτελέσουν τους αξιόπιστους συνεργάτες των διαμορφωτών πολιτικής, των εργαζομένων και των επιχειρήσεων.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε και στο cnn.gr.