Σίμος Αναστασόπουλος
Πρόεδρος Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας Πρόεδρος Συνδέσμου Ανωνύμων Εταιρειών & ΕΠΕ |
Αθανάσιος Σαββάκης
Πρόεδρος Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος Πρόεδρος Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας |
Η Ευρώπη έχει αποφασίσει, τουλάχιστον σε πολιτικό επίπεδο, να καταστεί η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος, θέτοντας φιλόδοξους στόχους για μηδενισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2050 και διαθέτοντας σημαντικά κεφάλαια για την Πράσινη Μετάβαση. Σε αυτό το πλαίσιο τοποθετείται και η συζήτηση για τον νέο κλιματικό νόμο που χρειάζεται η χώρα μας. Όχι μόνο σαν υποχρέωση απέναντι στην ΕΕ και το τον Ευρωπαϊκό Νόμο για το κλίμα αλλά σαν δικό μας χρέος απέναντι στις μελλοντικές γενιές και το όραμα για βιώσιμη ανάπτυξη.
Η επιχειρηματική κοινότητα, ως υπεύθυνη ηγετική δύναμη τον τόπου έχει πειστικά εκφράσει τόσο τη στήριξη της στην αναγκαιότητα του νόμου για καλύτερη ποιότητα ζωής όσο και την αναγκαιότητα για δεσμεύσεις που δεν θα ανατρέψουν προς το χειρότερο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, που ήδη είναι από τους ουραγούς στην Ευρώπη.
Για μια τέτοια προσπάθεια, που καθορίζει εν πολλοίς το μέλλον όλων μας, το βασικό στοίχημα είναι η αποφυγή των υπερβολών που είναι βέβαιο οτι θα υπονομεύσουν τη σημαντική προσπάθεια. Την ώρα που η Ελλάδα προσπαθεί να εξέλθει από τη δεκαετή οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις από την εξέλιξη της πανδημίας από τον COVID-19, η δημιουργία του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου για την κλιματική αλλαγή θα πρέπει να αποτελέσει το μέσον οργάνωσης της μετάβασης σε ένα κλιματικά φιλικό και επιχειρηματικά βιώσιμο μέλλον.
Ο κλιματικός Νόμος πρέπει να αποτελέσει μέρος της οικονομικής πολιτικής της χώρας και βασικό εργαλείο για τη λήψη των σωστών αποφάσεων για την οικονομία και τις επιχειρήσεις. Παράλληλα, το ορθά σχεδιασμένο θεσμικό πλαίσιο για την κλιματική αλλαγή σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για ξένες επενδύσεις και εισροή κεφαλαίων που τόσο μεγάλη ανάγκη τα έχει η χώρα μας και συμπληρωματικά να συμβάλλει στην εξοικονόμηση κάθε είδους πόρων τόσο μεσοπρόθεσμα όσο κυρίως μακροπρόθεσμα.
Για να συντονισθεί η Ελλάδα με τα όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη και τον κόσμο και να δημιουργήσει το δικό της θεσμικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής απαιτείται
– Πραγματική και όχι προσχηματική δημόσια διαβούλευση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη
– Σοβαρή μελέτη των παγκόσμιων καλών πρακτικών και υιοθέτησή τους με τις κατάλληλες προσαρμογές από τη χώρα μας και
– Δημιουργία ενός ρεαλιστικού σχεδίου εφαρμογής των απαραίτητων προσαρμογών για την οικονομία και την κοινωνία.
Πέραν του πλαισίου αρχών, κοινά αποδεκτών, που ακολουθούν τη διεθνή πρακτική θα πρέπει να προβλεφθεί και η συμπερίληψη των κατάλληλων εργαλείων: θεσμικών, χρηματοδότησης, κλπ., τα οποία θα εξασφαλίσουν ότι οι επιχειρήσεις μας θα καταφέρουν τελικά να προσαρμοσθούν με επιτυχία στο στρατηγικό πλαίσιο που θα τεθεί για την μετατροπή της χώρας μας σε πιο φιλική προς το κλίμα και προς το περιβάλλον.
Απαραίτητη είναι λοιπόν η πρόβλεψη και η εκτίμηση των ειδικών επιπτώσεων για τις επιχειρήσεις, και ειδικά για τις μικρομεσαίες μεταποιητικές επιχειρήσεις με έδρα την Ελληνική περιφέρεια, στην πορεία τους προς την κλιματική ουδετερότητα και τον μηδενισμό του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος.
Σε ένα πλαίσιο παγκοσμιοποίησης, αυτό που τελικά μετράει για την οικονομία της χώρας και τις επιχειρήσεις είναι η διεθνής ανταγωνιστικότητα. Η παραγωγή δηλαδή και διάθεση στην παγκόσμια αγορά διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων. Η μετάβαση σε μια πιο πράσινη Ελλάδα, θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τη συγκεκριμένη, αλλά πολύ σημαντική, οικονομική συνιστώσα. Μαζί με αυτήν θα πρέπει να σκεφθούμε τη λεγόμενη «οικονομική προσιτότητα» των προϊόντων που δημιουργούμε και τον ασφαλή εφοδιασμό των αγορών σε κατάλληλα προϊόντα και υπηρεσίες. Η κλιματική ουδετερότητα θα πρέπει απαραίτητα να συνοδεύεται και από οικονομική εφικτότητα και δυνατότητα πρόσβασης των πολιτών στα «κλιματικά ουδέτερα» προϊόντα και υπηρεσίες.
Η ΕΕ αναφέρεται ρητά στην ανταγωνιστικότητα και δεσμεύτηκε να επιδείξει αλληλεγγύη σε όσους θίγονται από την μετάβαση στην πράσινη οικονομία. Ειδικά στις περιοχές εξόρυξης άνθρακα. Οι πόροι που θα διατεθούν, μέσω του Μηχανισμού Δίκαιης Μετάβασης, θα είναι ιδιαίτερα σημαντικοί, εμείς όμως θα πρέπει έγκαιρα και προσεκτικά να σχεδιάσουμε τα μοντέλα ανάπτυξης για την επόμενη μέρα ώστε οι Ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις να μην εξανεμισθούν με την μορφή επιδομάτων αλλά να αποτελέσουν επένδυση για τη βιώσιμη επιχειρηματικότητα που θα στηρίξει τις θέσεις εργασίας σε βάθος χρόνου.
Επισημαίνεται και εδώ η επιφυλακτικότητα της επιχειρηματικής κοινότητας για τον κίνδυνο μεταφοράς επενδύσεων και παραγωγής εκτός ΕΕ, σε χώρες χωρίς το κόστος που συνεπάγεται ο περιορισμός των αερίων εκπομπών, ένας κίνδυνος που για τη χώρα μας είναι αυξημένος τόσο λόγω γεωγραφικής θέσης όσο και χαμηλής ανταγωνιστικότητας.
Είναι λοιπόν φανερό, ότι απαιτούνται προσεκτικά βήματα και κυρίως στρατηγική με μετρήσιμα εκ των προτέρων αποτελέσματα ώστε η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής να αποτελέσει ευκαιρία τόσο οικονομικής προσαρμογής όσο και προόδου, να συμβάλλει στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας μας και να δημιουργήσει προϋποθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης τις επόμενες δεκαετίες.
Σε αυτή την πορεία οι επιχειρήσεις και ειδικά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα διαδραματίσουν τον πλέον σημαντικό ρόλο, αφού αυτές τελικά θα επωμισθούν το βάρος είτε της εφαρμογής των αρχών της κλιματικής αλλαγής, είτε της υιοθέτησης των αρχών της κυκλικής οικονομίας. Το βάρος της διατήρησης των υφιστάμενων και της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας
Για να ενισχυθούν οι προοπτικές αποδοχής και επιτυχίας αυτής της φιλόδοξης και αναγκαίας ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας για την καταπολέμηση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, ο σχεδιασμός για την πράσινη μετάβαση θα πρέπει να περιλαμβάνει:
– την παροχή κινήτρων για την «πράσινη» προσαρμογή
– την ευκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση
– την παροχή τεχνικής βοήθειας και υποστήριξης από το κράτος
– την υλοποίηση δράσεων κατάρτισης και επανακατάρτισης του προσωπικού των επιχειρήσεων και
– ένταξη του σχεδίου για τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα, σε ότι αφορά τουλάχιστον τη βιομηχανία και τη μεταποίηση, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο βιομηχανικής πολιτικής, το οποίο έχει ανάγκη η χώρα αν πραγματικά επιθυμεί να αλλάξει το παραγωγικό της μοντέλο.
Η επιτυχία του Green Deal, θα κριθεί από την εξασφάλιση μιας δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης και βέβαια του επιπέδου ευημερίας των πολιτών σε κάθε κράτος και γι’ αυτό η μετάβαση, δηλαδή τα χρονικά περιθώρια τα κίνητρα και οι διασφαλίσεις που θα επιτρέψουν στις επιχειρήσεις να διατηρήσουν, αν όχι να βελτιώσουν, την ανταγωνιστικότητα τους θα διαμορφώσουν και το επίπεδο υποστήριξης της Πράσινης Συμφωνίας.
Η απεμπόληση των εθνικών πλουτοπαραγωγικών πηγών, ειδικά στον τομέα της ενέργειας, προς χάριν επίτευξης φιλόδοξων στόχων στον συντομότερο χρόνο, αν δεν συνοδεύεται από τα κατάλληλα κίνητρα και διασφαλίσεις θα οδηγήσει σε περαιτέρω εξάρτηση από εισαγωγές και μείωση ανταγωνιστικότητας και τελικά σε απώλεια εισοδήματος και θέσεων εργασίας, με αρνητικά συνεπακόλουθα για την καθολική υποστήριξη που απαιτείται στην πορεία για την κλιματική αλλαγή.
Η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, ειδικά των ΜμΕ όσον αφορά την χώρα μας, είναι το κλειδί για την επιτυχία της Πράσινης Μετάβασης και σε αυτό το σημείο εντοπίζεται η χρησιμότητα της παρέμβασης μας ώστε η κοινωνική και επιχειρηματική συμμετοχή να ενισχυθεί υπέρ της κλιματικής αλλαγής εξασφαλίζοντας τις συνθήκες που θα εγγυώνται τη βιώσιμη λειτουργία της οικονομίας και των θέσεων εργασίας.
Μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο στην έντυπη μορφή του, όπως δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ με θέμα «Οι προϋποθέσεις επιτυχίας του GreenDeal», εδώ.